- λημηρός
- λημ-ηρός, ή, όν,A misty,
λημηρῇ νεφέλῃ εἰλυμένος ὄσσε Heliod.
ap.Stob.4.36.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λημηρῇ νεφέλῃ εἰλυμένος ὄσσε Heliod.
ap.Stob.4.36.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λημηρός — λημηρός, ή, όν (Α) [λήμη] ομιχλώδης … Dictionary of Greek
λημηρῇ — λημηρός misty fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek